- παρωδικός
- -ή, -όν, Α [παρωδία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρωδία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρῳδικῶς — παρῳδικός burlesque adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek